Βρεθήκαμε στο ίδιο μαξιλάρι. Γύρευες κάτι που τ΄ονομάζουν αθωότητα. Σου χάρισα δικαιολογίες. Θυμάμαι που σφίξαμε φοβισμένοι τα δάχτυλα... Σου εμπιστεύτηκα την πλάτη μου σχεδόν μηχανικά. Έμαθα πώς να ξεχνώ την ανάσα όταν είχα τη γεύση. Έτσι ξέγνοιαστα μας στράγγιζε ο χρόνος όσο ζευγαρώναμ' όνειρα... Ύστερα πέταξες. Ή έτρεξα. Ή το αντίστροφο.
Τέλος,τα μοιράσαμε όλα. Όλα εκτός από τη διάρκεια. 'Όπου κι αν γυρίσω, το ίδιο κουβάρι με κρατάει τώρα. Βλέπεις, ξεχάσαμε να λύσουμε τα χέρια. Μείναμε δύό κόμποι στη μνήμη δεμένοι... Μη φοβάσαι. Δεν με πονάει ο γύψος. Δεν... Αλλά από τότε που έσπασες τα πόδια μας, η πλάτη σου μού λείπει περισσότερο. Γι'αυτό φοβάμαι. Γιατί ξέχασες τα φτερά στο κρεβάτι. Γι'αυτό φοβάμαι. Γιατί τα δοκίμασα κι ο χώρος περισσεύει. Γι'αυτό τα φοβάμαι. Γιατί είναι ζευγάρι.